- κλακαδόρος
- οεγκάθετος και συνήθως πληρωμένος θεατής που παίρνει μέρος στην κλάκα, μέλος τής κλάκας, αλλ. κλακέρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάκα + κατάλ. -δόρος (< βεν. -dore, πρβλ. κομπινα-δόρος, τσιλια-δόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλακέρ — ο κλακαδόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. claqueur] … Dictionary of Greek